ἀποστάξεις

ἀποστάξεις
ἀπόσταξις
nose-bleeding
fem nom/voc pl (attic epic)
ἀπόσταξις
nose-bleeding
fem nom/acc pl (attic)
ἀποστάζω
let fall drop by drop
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀποστάζω
let fall drop by drop
fut ind act 2nd sg
ἀποστάζω
let fall drop by drop
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀποστάζω
let fall drop by drop
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …   Dictionary of Greek

  • αποστακτήριος — α, ο 1. ο χρήσιμος για απόσταξη 2. το ουδ. ως ουσ. το αποστακτήριο χώρος όπου γίνονται αποστάξεις …   Dictionary of Greek

  • πενταπόσταγμα — το 1. το απόσταγμα μετά από πέντε αποστάξεις. 2. μτφ., πεμπτουσία, το κυριότερο συστατικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”